Τι σημαίνει το borsa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης borsa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του borsa στο Ιταλικό.
Η λέξη borsa στο Ιταλικό σημαίνει θύλακας, βραβείο, έπαθλο, τσάντα, βαλίτσα, τσάντα, τσάντα, σακίδιο σέλας μηχανής, χρηματιστήριο, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, χρηματιστήριο, ασκός, πουγκί, σάκος για χρήματα, χρηματιστήριο, χρηματιστήριο, χρηματιστήριο, θήκη, υποτροφία, με υποτροφία, τσάντα ταχυδρόμου, ψυγειάκι, υποτροφία, τσάντα, πλαστικό σακουλάκι, ταχυδρομικός σάκος, ταχυδρομικός σάκος, μικρή βαλίτσα, πουγγί, παγοκύστη, πλεχτή τσάντα, τσάντα ώμου με λουρί, τσάντα εργαλείων, τσάντα εργαλείων, τσάντα, έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, ταγάρι, ημέρα καριέρας, τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ, τσάντα αλλαγής, σακούλα για ρούχα, σάκος γυμναστηρίου, θερμοφόρα, υποτροφία στη μνήμη, περίπαρση, shopping bag, αθλητική υποτροφία, νεσεσέρ, τσάντα, νεσεσέρ, τσάντα με κορδόνι, τσάντα-πουγκάκι, χρηµατιστής, χρηματίστρια, Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης, παγοκύστη, επίδομα διαβίωσης, έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικών, υποτροφία, θερμοφόρα, σακούλα, υπότροφος, υποτροφία, κατάλογος μετοχών, επιχορήγηση, χρηματιστής, παίζω, ταχυδρομικός σάκος, κερδοσκόπος, μπογαλάκι, δισάκι, υποτροφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης borsa
θύλακαςsostantivo femminile (anatomia) (ιατρική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βραβείο, έπαθλοsostantivo femminile (pugilato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I pugili combattevano per una borsa di due milioni di dollari. |
τσάντα(da donna) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Credo di avere degli spiccioli nella borsetta. Νομίζω πως έχω μερικά ψιλά στην τσάντα μου. |
βαλίτσα(generico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dobbiamo aspettare che i nostri bagagli passino la dogana. Πρέπει να περιμένουμε να περάσουν από το τελωνείο οι βαλίτσες μας. |
τσάνταsostantivo femminile (γυναικεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha aperto la borsetta per prendere il portafogli. Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της. |
τσάνταsostantivo femminile (γυναικεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha una soluzione ad ogni problema nella sua enorme borsa. |
σακίδιο σέλας μηχανήςsostantivo femminile (motocicletta) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρηματιστήριοsostantivo femminile (finanza) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ora lavora nel governo, ma si è arricchito in borsa. Τώρα δουλεύει για την κυβέρνηση άλλα έκανε την περιουσία του στο χρηματιστήριο. |
πορτοφόλι, πορτοφολάκι(χρήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vera ha infilato la spilla nella borsetta che indossava a tracolla. |
χρηματιστήριοsostantivo femminile (mercato azionario) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lunedì la borsa è chiusa per festività. Το χρηματιστήριο είναι κλειστό τη Δευτέρα λόγω της αργίας. |
ασκόςsostantivo femminile (που μπορεί να φουσκωθεί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La sacca interna tiene a galla il dispositivo. |
πουγκί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο κοσμηματοπώλης τίναξε το πουγκί και έβγαλε τα διαμάντια για να τα ελέγξει. |
σάκος για χρήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρηματιστήριοsostantivo femminile (finanza, luogo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutti i banchieri avevano i loro uffici vicino alla borsa. Όλοι οι τραπεζίτες είχαν τα γραφεία τους κοντά στο χρηματιστήριο. |
χρηματιστήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando la borsa è crollata nel settembre 2008 molte persone hanno perso i loro soldi. Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008. |
χρηματιστήριο(finanza) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ogni nazione ha il suo mercato azionario; negli Stati Uniti, il principale è il New York Stock Exchange. |
θήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli artisti si portano spesso dietro una piccola borsa piena di penne, matite e altri attrezzi. Οι καλλιτέχνες συχνά παίρνουν μαζί τους, όπου κι αν πάνε, μία μικρή θήκη γεμάτη από στυλό, μολύβια και άλλες προμήθειες. |
υποτροφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La famiglia di James non è ricca, lui può andare in quella scuola perché riceve una borsa di studio. Η οικογένεια του Τζέιμς δεν είναι πλούσια. Έχει τη δυνατότητα να φοιτά ει σε εκείνη τη σχολή επειδή πήρε υποτροφία. |
με υποτροφία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James è uno studente che ha ricevuto una borsa di studio. |
τσάντα ταχυδρόμουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Quella borsa a tracolla non ti fa stare storto quando cammini? Qualcuno ha dimenticato la borsa a tracolla sullo scuolabus. |
ψυγειάκι(elettrico) (φορητό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Υπάρχει ένα ψυγειάκι γεμάτο μπίρες στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού. |
υποτροφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσάντα(moto) (σε ζώο ή δίκυκλο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλαστικό σακουλάκι(per spesa) (για τρόφιμα κλπ) |
ταχυδρομικός σάκοςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταχυδρομικός σάκος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικρή βαλίτσαsostantivo femminile |
πουγγίsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le valigie dei marinai sono borse di tela. |
παγοκύστηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλεχτή τσάνταsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una borsa di rete riutilizzabile è una validissima alternativa allo spreco delle borse di plastica. |
τσάντα ώμου με λουρίsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lui porta con sè una borsa a tracolla in pelle per i viaggi notturni. |
τσάντα εργαλείωνsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) l'idraulico aveva con sé la borsa degli attrezzi |
τσάντα εργαλείων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έκθεση ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίαςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Non devi essere disoccupato per partecipare a una fiera del lavoro. |
ταγάρι(είδος τσάντας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ημέρα καριέραςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τσάντα αλλαγήςsostantivo femminile (τα απαραίτητα του μωρού) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Oggi le mamme possono comprare delle borse per pannolini molto alla moda che sembrano delle borsette. |
σακούλα για ρούχαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σάκος γυμναστηρίου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θερμοφόραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nelle fredde notti invernali infilo una borsa dell'acqua calda sotto alle coperte per scaldarmi i piedi. |
υποτροφία στη μνήμηsostantivo femminile (κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίπαρσηsostantivo femminile (medicina) (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
shopping bagsostantivo femminile (μόδα, τσάντα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αθλητική υποτροφίαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νεσεσέρ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νεσεσέρ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τσάντα με κορδόνιsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τσάντα-πουγκάκιsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρηµατιστής, χρηματίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
Χρηματιστήριο Νέας Υόρκηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παγοκύστη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίδομα διαβίωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έλεγχος των οικονομικών, διαχείριση των οικονομικώνsostantivo plurale maschile (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποτροφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kelsey ha avuto diritto a una borsa di studio all'università. Η Κέσλεϋ κέρδισε μια υποτροφία στο πανεπιστήμιο. |
θερμοφόραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando da piccola mi faceva male un orecchio, mia madre me lo faceva appoggiare su una borsa per l'acqua calda. Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα. |
σακούλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπότροφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υποτροφίαsostantivo femminile (università) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλογος μετοχώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
επιχορήγησηsostantivo femminile (χρηματικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La studentessa laureanda ha ricevuto una borsa di studio per finire la sua tesi. Η μεταπτυχιακή φοιτήτρια έλαβε επίδομα για να ολοκληρώσει την διπλωματική της εργασία. |
χρηματιστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παίζωsostantivo maschile (borsa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era uno speculatore nel mercato delle azioni, un investitore serio. Έπαιζε στο χρηματιστήριο, επένδυε μεγάλα ποσά. |
ταχυδρομικός σάκος
Il postino tiene le lettere nella borsa della posta. |
κερδοσκόποςsostantivo maschile (borsa valori) (χρηματιστήριο) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μπογαλάκι, δισάκιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υποτροφίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La borsa di studio di Jane era sufficiente per coprire le sue spese. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του borsa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του borsa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.