Τι σημαίνει το noting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης noting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noting στο Αγγλικά.

Η λέξη noting στο Αγγλικά σημαίνει σημείωμα, σημειώσεις, τόνος, νότα, παρατηρώ, προσέχω, σημείωση, υποσημείωση, παρατήρηση, χαρτονόμισμα, τόνος, σημείο, τόνος, ύφος, νότα, μελωδία, γραμμάτιο, σημειώνω, σημειώνω, σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση, σημειώνω, φορτωτική, προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης, πιστωτικό τιμολόγιο, χρεωστικό σημείωμα, απόδειξη παραλαβής, σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως, καλλωπισμός, διάνθιση, μισό, ψηλή νότα, υψηλή νότα, ζενίθ, σημειώνω κάτι, κρατώ σημείωση για κάτι, σημείωση, βραχυπρόθεσμο γραμμάτιο, μουσική νότα, σημειωτέον δε, αξιοσημείωτος, αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα, με αυτό, συνεχίζοντας, προσοχή, χαρτάκι σημειώσεων, χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας, υποσχετική, τέταρτο, δέκατο έκτο, στέλνω σημείωμα, νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο, χαρτί γιατρού, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίας, προσέχω, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, ευχαριστήριο σημείωμα, ολόκληρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης noting

σημείωμα

noun (short message)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I wrote him a note about the meeting time and left it on his desk.
Του έγραψα ένα σημείωμα με την ώρα της συνάντησης και το άφησα στο γραφείο του.

σημειώσεις

plural noun (memory aid, for speaking, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He didn't have a prepared text, just notes that he referred to during the speech.
Δεν είχε προετοιμάσει κείμενο, μόνο σημειώσεις που συμβουλευόταν κατά τη διάρκεια του λόγου του.

τόνος

noun (musical sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The flautist sounded a sweet note.
Ο φλαουτίστας έπαιξε έναν γλυκό τόνο.

νότα

noun (musical notation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Follow the notes on the music! Don't just guess!
Ακολουθήστε τις νότες στην παρτιτούρα! Μη μαντεύετε!

παρατηρώ, προσέχω

transitive verb (observe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She noted that he was not wearing his ring.
Παρατήρησε ότι δεν φορούσε το δαχτυλίδι του.

σημείωση, υποσημείωση

noun (footnote or endnote)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Did you read the note at the bottom of the page?
Διάβασες την υποσημείωση στο τέλος της σελίδας;

παρατήρηση

noun (short academic article)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Professor Jones has written a brief note on the mating habits of barn owls.
Ο καθηγητής Τζόουνς έχει γράψει μια σύντομη παρατήρηση για τις συνήθειες ζευγαρώματος των πεπλογλαυκών.

χαρτονόμισμα

noun (UK (paper money: bill)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you got change for a twenty-pound note?
Έχεις ρέστα από χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών;

τόνος

noun (musical key)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Stick to the note, and stop changing key please.
Μείνε στον τόνο σου και σταμάτα να αλλάζεις κλειδί, σε παρακαλώ.

σημείο

noun (key points of a lecture, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The third note I would like to raise is that housing prices do fall.

τόνος, ύφος

noun (tone in speaking)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When the student misbehaved again, the teacher had a warning note in his voice.

νότα

noun (character in taste, smell) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This sauce has a note of walnut, don't you think?

μελωδία

noun (birdsong)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bird sang a beautiful note.

γραμμάτιο

noun (promissory, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He did not have the money on him, so left a note.

σημειώνω

transitive verb (write down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They noted all the problems on a piece of paper.

σημειώνω

transitive verb (mention, say) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When he noted that the house needed repair, she agreed.

σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση

phrasal verb, transitive, separable (write for reference)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hold on, I'll just note that down.
Μισό λεπτό να το σημειώσω.

σημειώνω

phrasal verb, transitive, separable (with clause: write for reference) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will note down that only notarised statements may be presented in court.

φορτωτική

(shipping document)

προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης

noun (UK (type of insurance certificate) (μέχρι να εκδοθεί το ασφαλιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιστωτικό τιμολόγιο

noun (voucher with cash value)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρεωστικό σημείωμα

noun (invoice slip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόδειξη παραλαβής

noun (proof-of-receipt slip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The courier asked me to sign the delivery note.

σημειώνω δεόντως, καταγράφω δεόντως

(record appropriately)

καλλωπισμός

noun (music: note for embellishment) (μουσική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διάνθιση

noun (figurative (film, story: embellishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μισό

noun (music: half a whole note) (νότα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Four eighth notes are as long as one half note.

ψηλή νότα, υψηλή νότα

noun (high-pitched musical note)

He always hits the high notes.

ζενίθ

noun (figurative (successful or positive point in time)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σημειώνω κάτι

verbal expression (write [sth] down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατώ σημείωση για κάτι

verbal expression (figurative (commit [sth] to memory)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σημείωση

noun (often plural (aside)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A good teacher doesn't just grade a paper, but adds marginal notes to help the student.

βραχυπρόθεσμο γραμμάτιο

noun (bank: type of security) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A master note allows you to deposit and withdraw funds at short notice.
Τα βραχυπρόθεσμα γραμμάτια καθιστούν δυνατή την κατάθεση και ανάληψη κεφαλαίων σε σύντομο χρονικό διάστημα.

μουσική νότα

noun (music score: symbol)

σημειωτέον δε

interjection (nota bene, please note)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please note well the deadlines for submitting your work.

αξιοσημείωτος

adjective (important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nothing of note happened on this day.
Αυτήν τη μέρα δε συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο.

αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα

expression (to change the subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με αυτό

expression (ending on this)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχίζοντας

expression (staying with this subject)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

προσοχή

interjection (used to draw attention to a point)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Please note that this is a no-smoking area.
Προσοχή,

χαρτάκι σημειώσεων

noun (® (adhesive notepaper)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I left a Post-it note on the fridge door, reminding Anna to buy some milk.

χαρτονόμισμα μίας αγγλικής λίρας

noun (paper money: one pound sterling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποσχετική

noun (IOU, credit note)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Legally, Scottish banknotes are promissory notes: that is to say, they have the same legal status as cheques.

τέταρτο

noun (music: fourth of a whole note) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quarter note is twice as long as an eighth note.

δέκατο έκτο

noun (music: 16th of a whole note) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω σημείωμα

verbal expression (mail a short letter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νότα οξύτερη κατά ένα ημιτόνιο, νότα υψωμένη κατά ένα ημιτόνιο

noun (music: note that is a semitone higher) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαρτί γιατρού

noun (UK (proof of illness)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

verbal expression (sing off key)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίας

noun (letter left by person ending own life)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσέχω

verbal expression (pay careful attention)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Take note, people: the job has to be finished today.

δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ

verbal expression (pay attention to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take note of the deadlines for handing in homework.

ευχαριστήριο σημείωμα

noun (letter expressing gratitude)

Don't forget to send them a thank-you letter.

ολόκληρο

noun (music)

Take care not to rush that whole note when singing that phrase.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του noting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.