Τι σημαίνει το kaupa στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kaupa στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kaupa στο Ισλανδικό.

Η λέξη kaupa στο Ισλανδικό σημαίνει αγοράζω, αγοράξω, αποκτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kaupa

αγοράζω

verb

Dag einn fór hann með mig að kaupa nýja skó.
Ένα απόγευμα με πήγε να αγοράσουμε καινούργια παπούτσια.

αγοράξω

verb

αποκτώ

verb

Hvað gætum við þurft að láta af hendi til að kaupa sannleika?
Αναφέρετε πέντε πράγματα που μπορεί να περιλαμβάνονται στο τίμημα που πληρώνουμε για να αποκτήσουμε την αλήθεια.

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Akiko fékk hausverk út af fluginu og hún fķr ađ kaupa verkjatöflur.
Η Ακίκο είχε πονοκέφαλο από την πτήση... και βγήκε έξω να πάρει ασπιρίνη.
5 Í sumum löndum útheimtir þetta að fólk noti kreditkort sparlega og freistist ekki til að taka lán með háum vöxtum til að kaupa óþarfa hluti.
5 Σε μερικές χώρες, αυτού του είδους ο προϋπολογισμός μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει κάποιος να αντιστέκεται όταν αισθάνεται την παρόρμηση να καταφύγει σε υψηλότοκο δανεισμό για περιττές αγορές.
Ég gaf og gaf, reyndi að kaupa ást, fannst ég aldrei verðug skilyrðislausrar ástar.
Έδινα συνεχώς από τον εαυτό μου προσπαθώντας να αγοράσω την αγάπη των άλλων, χωρίς ποτέ να αισθάνομαι ότι άξιζα να με αγαπούν χωρίς όρους.
Að sögn fræðimanns kenndu farísearnir að það ætti hvorki að trúa þeim fyrir verðmætum né treysta vitnisburði þeirra, bjóða þeim til sín sem gestum eða vera gestur þeirra og ekki einu sinni kaupa af þeim.
Σύμφωνα με ένα λόγιο, οι Φαρισαίοι δίδασκαν ότι κάποιος δεν έπρεπε ούτε να εμπιστεύεται σε αυτούς τιμαλφή ούτε να εμπιστεύεται τη μαρτυρία τους ούτε να τους δέχεται ως καλεσμένους του ούτε να τους επισκέπτεται ως δικός τους καλεσμένος ούτε καν να αγοράζει κάτι από αυτούς.
Með tímanum héldu þau áfram að ráðgast saman og ákváðu loks að kaupa pallbílinn.
Στην πορεία του χρόνου, εξακολούθησαν να συζητούν γι’ αυτό και τελικά αποφάσισαν να αγοράσουν το ημιφορτηγό.
Viđ verđum ađ kaupa fiska.
Πρέπει ν'αγοράσουμε καινούρια ψάρια.
3 Vertu skynsamur: Páll ráðlagði okkur að „kaupa upp hentugan tíma“ til hinna mikilvægari þátta lífsins og vera ekki „óskynsamir.“
3 Να Είστε Λογικοί: Ο Παύλος συμβούλεψε να “εξαγοράζουμε τον εύκαιρο χρόνο” για τα πιο σπουδαία πράγματα της ζωής και να μη γινόμαστε «παράλογοι».
Við gætum þurft að segja skilið við vel launaða vinnu eða glæstan frama til að kaupa sannleika.
Για να αγοράσουμε την αλήθεια, ίσως χρειαστεί να θυσιάσουμε μια επικερδή εργασία ή σταδιοδρομία.
Tilgerđarlegir ránfuglar sem kaupa bara til ađ kaupa.
Άπληστα άτομα που ούτε καv κοιτάvε αυτό που θέλουv vα αποκτήσουv.
Ég skal fara strax og kaupa dúk.
Πάω ν'αγοράσω ένα τώρα αμέσως, εντάξει;
Viđ hefđum mátt kaupa sirkus sem kann ađ sirkusa.
Θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει ένα τσίρκο που να ήξερε σωστά τη δουλειά του.
Hvađ héIstu ađ ég væri ađ reyna ađ kaupa fyrir 5000?
Τι νόμίζες ότι ήθελα ν'αγοράσω με $ 5.000;
Og þegar þau komu við á bensínstöð til að kaupa bensín á bílinn þurfti afgreiðslumaðurinn að dæla því með handafli.
Επιπλέον, όταν πήγαν να αγοράσουν βενζίνη για το αυτοκίνητο, ο υπάλληλος έπρεπε να αντλήσει τη βενζίνη με το χέρι.
Ūú ūarft ađ kaupa dķp fyrir mig, Aaron.
Οκ, τώρα πρέπει να πας να μου βρεις άλλη, Aaron.
(Rómverjabréfið 5:12; 6:16, 17, Biblía 21. aldar) Og það hefði líka verið óhjákvæmilegt til frambúðar ef Jehóva hefði ekki beitt lagalegu úrræði til að kaupa þessa þræla lausa.
(Ρωμαίους 5:12· 6:16, 17) Αναπόφευκτο, βέβαια, αν ο Ιεχωβά δεν είχε παράσχει νομική λύση για να εξαγοράσει την ελευθερία αυτών των δούλων.
(Opinberunarbókin 6:5, 6) Rödd heyrist kalla að þurfa muni heil daglaun til að kaupa aðeins 1,1 lítra hveitis eða 3,4 lítra byggs sem er ódýrara.
(Αποκάλυψις 6:5, 6) Μια φωνή ακούγεται ότι απαιτείται ο μισθός μιας ολόκληρης μέρας για να αγοραστεί μόνο ένα περίπου κιλό στάρι ή τρία περίπου κιλά κριθάρι που είναι φθηνότερο.
Ef til vill er hyggilegt að kaupa inn til heimilisins á einum stað.
Συνεπώς, ίσως είναι πρακτικό να ψωνίζετε από το ίδιο πολυκατάστημα.
11 Jesús lýkur dæmisögunni með því að segja: „Meðan þær [fávísu meyjarnar] voru að kaupa, kom brúðguminn, og þær sem viðbúnar voru, gengu með honum inn til brúðkaupsins, og dyrum var lokað.
11 Ο Ιησούς καταλήγει: «Ενώ [οι ανόητες παρθένες] έφευγαν για να αγοράσουν, έφτασε ο γαμπρός, και οι παρθένες που ήταν έτοιμες μπήκαν μαζί του στο γαμήλιο συμπόσιο· και η πόρτα έκλεισε.
Liđūjálfi, hvernig litist ūér á ađ kaupa ķsvikna silfurpúnsskál.
Λοχια, θα σου αρεσε ν'αγορασεις ενα ατοφιο ασημενιο, μπωλ
Síðan, er líkamshlutar sýkjast eða bila, sé hægt að sækja nýtt líffæri í einræktaða líkamann og græða það í, ekki ósvipað og hægt er að kaupa varahlut í bifreið og skipta um bilaðan hlut.
Κατόπιν, καθώς τα μέρη του σώματος αρρωσταίνουν ή φθείρονται, ένα καινούριο όργανο θα λαμβάνεται από τον κλώνο και θα μεταμοσχεύεται—διαδικασία αρκετά όμοια με την αντικατάσταση του χαλασμένου εξαρτήματος ενός αυτοκινήτου με ένα καινούριο ανταλλακτικό.
Ūađ er dapurlegt ūegar fađir fær ekki ađ kaupa kvenmann handa syni sínum.
Είναι κρίμα να μην μπορεί κανείς να βρει γυναίκα για τον γιο του.
Liðþjálfi, hvernig litist þér á að kaupa ósvikna silfurpúnsskál
Λοχια, θα σου αρεσε ν' αγορασεις ενα ατοφιο ασημενιο, μπωλ
Ūađ er ķdũrara ađ kaupa nũja.
Είναι φθηνότερο να αγοράσεις άλλη.
Sagđi ég ūér ekki ađ kaupa ekkert sem gæti vakiđ eftirtekt?
Δεν είπα να μην αγοράσεις τίποτα που τραβά την προσοχή;
Krakkar, viđ ætlum ađeins ađ skreppa út til ađ kaupa sķsu og sírķp fyrir ísinn.
Πάμε να αγοράσουμε σιρόπι για το παγωτό.

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kaupa στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.