Τι σημαίνει το a lovi στο Ρουμάνος;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a lovi στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a lovi στο Ρουμάνος.

Η λέξη a lovi στο Ρουμάνος σημαίνει κτυπώ, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, πλήττω, πατάσσω, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, βαρώ, χτυπάω, χτυπώ, κακομεταχειρίζομαι, χτυπάω, χτυπώ, προκαλώ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, πατάσσω, χαστουκίζω, , κοπανώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπώ, σφυροκοπώ, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, πετυχαίνω, βρίσκω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, επιτίθεμαι, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, σουτάρω, κουνάω, κουνώ, ρίχνω, πετώ, σφυρηλατώ, γροθοκοπώ, πετυχαίνω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, στέλνω κτ σε κτ, κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι, σφαλιαρίζω, καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω κπ με κτ, σουτάρω, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, δέρνω, μαστιγώνω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, πετάω, ρίχνω, χτυπάω, δέρνω, μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία, χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του, χτυπώ τη μπάλα, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, προκαλώ διάσειση σε κπ, χτυπάω ελαφρά, χτυπάω λάθος, ρίχνω καλύτερη βολή, χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι, χτυπάω κπ σε κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, χτυπώ ελαφρά, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, γροθοκοπώ, γρονθοκοπώ, χτυπώ, χτυπώ με ρόπαλο, μισό βολέ, χαφ βολέ, κάνω putt, χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν, επιτίθεμαι σε κπ, εκτελώ, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ, βαράω, κοπανάω, κλωτσάω, κλωτσώ, χτυπάω, χτυπώ, σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ, συγκρούομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a lovi

κτυπώ, χτυπώ

χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον)

L-a lovit pe fratele său în stomac cu pumnul.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

χτυπάω, χτυπώ

Copilul și-a lovit, din greșeală, babysitterul cu o jucărie.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

χτυπάω

Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

πλήττω, πατάσσω

(αρχαϊκός τύπος)

χτυπάω, δέρνω

χτυπάω

(pieton)

Το λεωφορείο καθυστέρησε γιατί ένας ποδηλάτης παρασύρθηκε από ένα αμάξι.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

χτυπάω

(κάτι)

A lovit copacul cu mașina.
Προσέκρουσε σε ένα δέντρο με το αυτοκίνητό του.

χτυπώ

Boxerul și-a lovit adversarul.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

κακομεταχειρίζομαι

(legat de persoane) (συμπεριφορά)

El și-a lovit soția mulți ani înainte ca ea să se ducă la poliție.
Κακομεταχειριζόταν την γυναίκα του για πολλά χρόνια πριν αυτή απευθυνθεί στην αστυνομία.

χτυπάω, χτυπώ

Semnul desprins l-a lovit pe Dan în cap.
Η περιστρεφόμενη πινακίδα χτύπησε τον Νταν στο κεφάλι.

προκαλώ

(κτ σε κπ: αποτέλεσμα)

χτυπάω

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μου έριξε μία στα πλευρά και είπε «Σσσ!».

χτυπάω, χτυπώ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον.

πλήττω, πατάσσω

(αρχαϊκός τύπος)

χαστουκίζω

(με την παλάμη)

(baseball: dincolo de câmpul interior)

κοπανώ

(μεταφορικά)

χτυπάω, χτυπώ

(κάτι με κάτι)

χτυπώ

Săgeata a lovit ținta.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Τα εχθρικά πυρά έπληξαν καίριους στόχους στην πόλη.

σφυροκοπώ

(μεταφορικά)

Boxerul și-a lovit adversarul până când l-a pus la pământ.
Ο μποξέρ σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον έριξε στο έδαφος.

χτυπώ

(pieton)

Τον χτύπησε το αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε τον δρόμο.

χτυπάω, χτυπώ

πετυχαίνω, βρίσκω

(στόχο)

Săgeata a lovit ținta.
Το βέλος πέτυχε τον στόχο.

χτυπάω, χτυπώ

Sala de judecată a făcut liniște când judecătorul a lovit cu ciocănelul.
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

χτυπάω, χτυπώ

(κάτι/κάποιον με κάτι)

χτυπάω, χτυπώ

Mașina a lovit balustrada.
Tο αυτοκίνητο προσέκρουσε στο προστατευτικό κηγκλίδωμα.

χτυπάω, χτυπώ

Copacul cel bătrân a fost lovit de fulger în timpul furtunii.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε το γέρικο δέντρο.

χτυπάω, χτυπώ

επιτίθεμαι

(κάνω επίθεση)

Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του.

χτυπάω

χτυπάω, χτυπώ

Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

σουτάρω

(ποδόσφαιρο)

Μπορεί να σουτάρει με ακρίβεια και με τα δύο πόδια.

κουνάω, κουνώ

(figurat: valuri) (απότομα, νευρικά)

ρίχνω, πετώ

A lovit cu mingea prin fereastra deschisă.

σφυρηλατώ

Meșteșugarul a bătut bucata de metal până a subțiat-o.

γροθοκοπώ

Tanner lovea în sacul de box cu toată puterea.

πετυχαίνω

χτυπάω, χτυπώ

(ελαφρά)

ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ

χτυπάω, χτυπώ

χτυπάω

στέλνω κτ σε κτ

κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι

σφαλιαρίζω

καρφώνω, τρυπάω, τρυπώ

(μεταφορικά: κπ με κτ)

χτυπάω, χτυπώ

Soneta lovește (or: izbește) traversa cu forță uriașă.

χτυπάω κπ με κτ

σουτάρω

(sport)

απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα

απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ

χτυπάω, χτυπώ

πλήττω

χτυπάω

Omul ăla l-a bătut pe fratele meu și l-a rănit grav.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

δέρνω, μαστιγώνω

(βροχή, αέρας: μεταφορικά)

χτυπάω

Judecătorul l-a condamnat pe Willis la cinci ani în pușcărie pentru că a bătut (or: a lovit) victima cu o bâtă de baseball.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

χτυπάω, χτυπώ

(σε κάτι)

Valurile s-au izbit de stânci.
Κύματα χτύπαγαν τα βράχια.

πετάω, ρίχνω

Gabriel a aruncat (or: a lovit) mingea cu putere.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

χτυπάω, δέρνω

Soțul femeii a bătut-o mulți ani înainte ca ea să ceară ajutor.
Ο σύζυγος της γυναίκας την έδερνε για χρόνια μέχρι που τελικά ζήτησε βοήθεια.

μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία

χτυπάω κπ στο ευαίσθητο σημείο του

(μεταφορικά)

Το διαζύγιο τον χτύπησε στο ευαίσθητο σημείο του: το πορτοφόλι του.

χτυπώ τη μπάλα

(γκολφ)

χτυπάω, χτυπώ

(επίμονα, συνεχόμενα)

Grindina a lovit repetat mașinile din parcare.
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

χτυπάω, χτυπώ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.

προκαλώ διάσειση σε κπ

χτυπάω ελαφρά

χτυπάω λάθος

ρίχνω καλύτερη βολή

(αθλητισμός)

χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι

χτυπάω κπ σε κτ

ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Όντας εξαγριωμένος, ο Μπεν γρονθοκόπησε τον Χάρυ.

χτυπώ ελαφρά

(γκολφ)

χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι

χτυπώ

(με ρόπαλο)

χτυπάω, χτυπώ

(στο κεφάλι)

Deși mingea l-a lovit la cap, John părea că se simte bine.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

γροθοκοπώ, γρονθοκοπώ

χτυπώ

(με αμάξι κπ/κτ)

χτυπώ με ρόπαλο

μισό βολέ, χαφ βολέ

(τένις)

κάνω putt

(στο γκολφ)

χτυπώ κτ κάνοντας όπισθεν

Δεν πρόσεχε και χτύπησε τη δέστρα κάνοντας όπισθεν.

επιτίθεμαι σε κπ

(figurat)

εκτελώ

Ca să cânți pasajul ăsta așa cum scrie în partitură, trebuie să zdrăngăni repede.
Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα.

χτυπάω, χτυπώ

(sport)

S-a antrenat toată vara ca să fie sigur că va lovi mingea de fiecare dată.

ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ

Shaun a lovit cu genunchiul sacul de box.
Ο Σον έριξε γονατιά στον σάκο του μποξ.

βαράω, κοπανάω

Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

κλωτσάω, κλωτσώ

Halley a lovit mingea cu piciorul până la jumătatea terenului.
Ο Χάλεϊ κλώτσησε την μπάλα μέχρι τη μέση του γηπέδου.

χτυπάω, χτυπώ

σπρώχνω, σκουντάω, σκουντώ

Oamenii din mulțime îl înghionteau pe Edward disperați să fugă din calea monstrului.
Οι άνθρωποι στο πλήθος έσπρωχναν τον Έντουαρτ μέσα στην απόγνωσή τους να απομακρυνθούν από το τέρας.

συγκρούομαι

(με κάποιον, κάτι)

Ας μάθουμε Ρουμάνος

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a lovi στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.

Γνωρίζετε για το Ρουμάνος

Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.